Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



θύματα, τὰ


Ερμηνεία:

[(Αρχ.) το θύμα, του θύματος (αυτός που θυσιάζεται ή τον θυσιάζουν)] 



Ετυμολογία:

< [Ομηρ.] θύω (προσφέρω μέρος γεύματος προς τον θεό (θυσιάζω), θυσιάζω μέσω σφαγής θύματος (Ηρόδοτος), σφαγιάζω, φονεύω (Ηρόδοτος, Ξενοφών), προσφέρω θυσία σε (Ηρόδοτος, Αισχύλος), γιορτάζω με προσφορές και θυσίες (Ηρόδοτος, Ξενοφών)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: